πυλαωρός

πυλαωρός
και πυλαουρός και πυλαορός, ὁ, Α
βλ. πυλωρός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πυλαωρός — gate keeper masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλαωρούς — πυλαωρός gate keeper masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλαωρέ — πυλαωρός gate keeper masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλαωρῶν — πυλαωρός gate keeper masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλαωρῷ — πυλαωρός gate keeper masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλαωρόν — πυλαωρός gate keeper masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλωρός — (Ανατ.). Το τελικό τμήμα του στομάχου, που συνεχίζεται με τον δωδεκαδάκτυλο. Αντίστοιχα προς τον π. η μυϊκή στιβάδα του τοιχώματος του στομάχου είναι πιο πυκνή και σχηματίζει έναν μυϊκό δακτύλιο, τον πυλωρικό σφιγκτήρα, που, λειτουργώντας σαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”